- Πονταρχία
- Πονταρχ-ία, ἡ,A office of Ποντάρχης, IGRom.3.1427 ([place name] Bithynia).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πονταρχία — ἡ, Α [ποντάρχης] η θητεία και το αξίωμα τού ποντάρχου … Dictionary of Greek